Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ριντώ — το, Ν άκλ. παραπέτασμα, κουρτίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rideau «κουρτίνα»] … Dictionary of Greek